- πυγμάχος
- ο1) боксёр; 2) кулачный боец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυγμάχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάχος — ο, ΝΜΑ ο αθλητής που ασχολείται με την πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξ + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] … Dictionary of Greek
πυγμάχος — ο ο αθλητής πυγμαχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυγμάχου — πύγμαχος one who fights with the fist masc gen sg πυγμάχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάχους — πύγμαχος one who fights with the fist masc acc pl πυγμάχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάχων — πύγμαχος one who fights with the fist masc gen pl πυγμάχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάχοι — πυγμάχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάχον — πυγμάχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύγμαχοι — πύγμαχος one who fights with the fist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… … Dictionary of Greek